φυτορμόνη

φυτορμόνη
η, Ν
(βιοχ.) βλ. φυτοορμόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυτοορμόνη — και φυτορμόνη, η, Ν συν. στον πληθ. οι φυτοορμόνες (βιοχ.) ουσίες ενός φυτικού οργανισμού που έχουν ως έκδηλο και συγκεκριμένο αποτέλεσμα την αύξηση τού φυτού, κυριότερες από τις οποίες είναι οι αυξίνες, οι γιββεριλίνες και οι κυτοκινίνες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”